Μια Αληθινή Ιστορία …Φαντασίας – Μέρος Δεύτερο
“Πεθαίνεις“
Ένιωσα στα μάτια του μια στιγμιαία υποχώρηση, τόσο κράτησε και η ελπίδα μου ότι δεν θα έλεγε τίποτα άλλο. Η όψη του έγινε και πάλι σκληρή και συνέχισε.
“Δεν έχεις καμία ομοιότητα με αυτό που προοριζόσουν να είσαι…”
Η φωνή μου βγήκε πνιγμένη, “προοριζόμουν”;…εκείνος με αγνόησε σαν να μην είχα πει τίποτα.
“Σου δόθηκε ένα δώρο, σας δόθηκε ένα δώρο, με αυτό θα μπορούσατε να κοιτάζετε το μέλλον, να δημιουργείτε και να παίρνετε αποφάσεις για το όφελος όλων μας, ήταν απλά ένα εργαλείο και εσείς το κάνατε, το εγώ σας. Σήμερα κανένας σας, δεν έχει ιδέα ποιοι είσαστε, τα τελευταία στοιχεία της αληθινής σας φύσης, πεθαίνουν μέρα με την μέρα. Σε λίγο ο άνθρωπος θα είναι νεκρός και αυτό που θα περιφέρεται στους δρόμους θα είναι ένα άδειο περίβλημα…ένα κουφάρι”…
…“παραδώσατε την ύπαρξη σας, σας υποδούλωσε τόσο αργά που δεν συνειδητοποιήσατε τι γίνατε. Εσύ και οι όμοιοι σου είσαστε ζωντανοί μόνο και μόνο επειδή σας χρειάζεται για να συνεχίσει να βασιλεύει. Σας πήρε την δυνατότητα να επικοινωνείτε, σας διαίρεσε, σήμερα σκέφτεται αντί για εσάς, είναι η βούλησή σας. Έχετε φτάσει στο σημείο να χαρακτηρίζετε ασθένεια την θεραπεία και έχετε διαστρεβλώσει κάθε τι μέσα στο νου σας” … “τα μερμήγκια, άνθρωπε, είναι πιο ελεύθερα από σένα”
Δεν καταλάβαινα τίποτα από όσα έλεγε, αλλά δεν μου έδινε την αίσθηση ότι σκοπός του ήταν να καταλάβω. Πίσω από το θυμό του δεν υπήρχε τίποτα. Ήμουν απλά παρών στον οργισμένο μονόλογο κάποιου κατά του είδους μου.
Κινήθηκε σαν να ήθελε να μου υποδείξει τα βιβλία που είχα δίπλα στο τζάκι.
“Είχατε ολόκληρη την γνώση στη διάθεσή σας και σήμερα πανηγυρίζετε για την άγνοιά σας”…
Ξαναγύρισε σε μένα η φωνή του είχε χάσει πια το σθένος της, ο θυμός εξασθενούσε.
….“και δεν έφτανε μόνο ο άνθρωπος, προσπαθεί να υποτάξει κάθε μορφή ζωής γιατί νομίζει ότι έτσι θα εξαφανίσει κάθε δυνατότητα αντίδρασης. Κάθε φορά που φαντάζεστε ένα σενάριο αλλαγής, στην πραγματικότητα πρόκειται για άλλη μια μάχη που πρόκειται να κερδίσει, μια μάχη που θα κερδίσει εναντίον σας, γιατί εμάς δεν μπορεί να μας αγγίξει”… “εμάς δεν θα μας αγγίξει ποτέ… άνθρωπε”
Είχα δει άλλη μια φορά αυτή την εικόνα, αλλά δεν είχα μιλήσει ποτέ γιαυτό, τα μάτια του, πλημμύρισαν δάκρυα. Η σκέψη μου πετάχτηκε στο παρελθόν, τότε ήταν κάποιος άλλος σκύλος, από εκείνους του καναπέ. Ήταν κακιά μέρα για μένα, από αυτές που όλα πάνε ανάποδα. Εκείνος απλά βρέθηκε μπροστά μου την λάθος στιγμή, του είχα φωνάξει με απίστευτο θυμό και τότε…συνέβη.
Ο σκύλος δάκρυσε και η ψυχή μου δέχθηκε ένα ηλεκτροσόκ. Ήταν η μεγαλύτερη ενοχή που είχα νιώσει ποτέ στην ζωή μου…ήταν ντροπή.
Είχα κάνει ένα σκύλο να δακρύσει. Ξεγέλασα την αλήθεια, λέγοντας στον εαυτό μου ότι οι σκύλοι δεν κλαίνε όπως οι άνθρωποι, μα εκείνη η ενοχή, η ντροπή, εκείνο το μούδιασμα στα σωθικά μου, μου θύμιζε πάντα την αλήθεια. Εάν υπάρχει κάτι που μέσα μας αναγνωρίζει την αμαρτία, ήταν αυτό το συναίσθημα που είχα νιώσει.
Άκουσα και πάλι την φωνή του Μάρσιους χωρίς όμως να επιστρέψω στο παρόν, μπροστά μου ήταν ακόμα εκείνος ο άλλος σκύλος.
“Ήσασταν…ότι πιο θαυμάσιο δημιούργησε αυτός ο κόσμος”…
Η ντροπή με έκανε να χαμηλώσω το κεφάλι μου.
“Κοίτα με”…τα δάκρυα είχαν εξαφανιστεί, είχε και πάλι την ίδια θυμωμένη έκφραση.
Με κοίταξε για μερικές στιγμές, που ποτέ δεν θα μάθω πόση διάρκεια είχαν στην πραγματικότητα.
Τα μάτια του επέβαλαν μια σιωπή πρωτόγνωρη για το νου μου, τα πάντα μέσα μου έμειναν ακίνητα. Το μόνο που υπήρχε ήταν η ματιά του, καμία σκέψη, κανένας χρόνος, κανένας φόβος. Ήταν μεγαλειώδες, τίποτα που είχα νιώσει σε ολόκληρη την ζωή μου δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτό, δεν ήταν καν συναίσθημα…αυτό ήταν άγνωστο.
Χάθηκα μέσα σε αυτή την αίσθηση, δεν ήξερα πια εάν είμαι ζωντανός ή νεκρός, τα όρια της πραγματικότητας διαλύθηκαν…εγώ είχα εξαφανιστεί, αλλά ήμουν…“αδύνατον”…ήμουν ευτυχισμένος;
Τότε κατάλαβα. Εκείνος ήταν μέσα μου…έψαχνε, το είδα σε μια ανεπαίσθητη κίνηση στα μάτια του. Είδα στην έκφρασή του μια μικρή ελπίδα, λες και βρήκε αυτό που έψαχνε.
Τα πάντα άλλαξαν σε κλάσματα δευτερολέπτου, άκουσα μόνο το γρύλισμα του και ένιωσα το κάψιμο στον καρπό του δεξιού χεριού μου.
Πετάχτηκα ιδρωμένος από το κρεββάτι μου, ακούγοντας την βροχή να σκάει ακόμα πιο δυνατά στα κεραμίδια. Ο Μάρσιους κοιμόταν στα πόδια μου, όνειρο ήτανε…με πλημμύρισε μια απίστευτη ανακούφιση που όμως δεν κράτησε πολύ…το χέρι μου…δεν το ένιωθα…
Συνεχίζεται…εδώ
Δείτε πως ξεκίνησε…εδώ