Το κεφάλι μου βούιζε και χρειάστηκα αρκετά λεπτά για να βρω τις δυνάμεις μου και να σηκωθώ όρθιος. Ο Μάρσιους έκανε λες και δεν πίστευε ότι θα ξανανοίξω τα μάτια μου. Τόσο χαρούμενο τον είχα ξαναδεί μόνο μια φορά που επέστρεψα από ένα μεγάλο ταξίδι.
Το μόνο που ήθελα ήταν να βγω έξω από το σπίτι. Οι τοίχοι με πλάκωναν και τα πάντα μου θύμιζαν αυτή την απίστευτη νύχτα – εφιάλτη. Πήρα ένα μπουφάν και βγήκα. Η βροχή μόλις είχε σταματήσει, ξημέρωνε, δεν πρέπει να ήταν καν επτά.
Υπήρχε κάτι διαφορετικό, στα πάντα. Οι μυρωδιές, οι εικόνες ήταν διαφορετικές. Τα χρώματα ήταν λες και σε καλούσαν να παίξεις μαζί τους και ο ήχος από τις τελευταίες βροντές χτυπούσε μέσα στο στήθος μου σαν να ήταν μέρος μου. Ήταν τα πάντα ζωντανά. Ένιωθα λες και πρώτα κάτι συνέβαινε μέσα μου και μετά εκδηλωνόταν προς τα έξω. Ο αέρας, οι αστραπές, οι σταγόνες που έτρεχαν από τα φύλα των δέντρων, τα πάντα. Εάν δεν ήταν και αυτό το βουητό στα αυτιά μου, προϊόν μάλλον της έντασης, θα χαιρόμουν πολύ περισσότερο αυτή την αίσθηση.
Ο Μάρσιους με προσπέρασε και πάγωσε ακριβώς μπροστά μου σαν να βλέπει κάτι. Πάντα με εντυπωσίαζε η ευαισθησία των αισθήσεων του. Άρχισε να περπατάει αργά σαν να ξέχασε ότι υπήρχα…αυτό δεν το είχε ξανακάνει. Συνήθως όταν εντόπιζε κάτι με κοίταζε για να δει τις δικές μου προθέσεις, αυτή την φορά όμως προχώρησε μόνος του. Ένιωσα το σφύριγμα να δυναμώνει στο κεφάλι μου και θυμήθηκα τον τρόπο με τον οποίο είχα λιποθυμήσει. Έκανα ένα βήμα προς την κατεύθυνση που πήγαινε ο σκύλος μου και ο ήχος έδειξε να απαλύνει. “Θα σου δοθεί ένας οδηγός” αυτός ο ήχος ήταν λοιπόν ο οδηγός; Ακολούθησα πιο έντονα σε μια προσπάθεια να τεστάρω την σκέψη που είχα κάνει.
Ο ήχος υποχωρούσε ολοένα και περισσότερο όσο πλησίαζα τον Μάρσιους, ο οποίος τώρα σχεδόν έτρεχε. Τα πόδια μου βούλιαζαν στο υγρό χώμα και δεν άργησαν να “ποτίσουν” σχεδόν μεχρι τα γόνατά μου. Αυτό μου έλειπε τώρα να αρρωστήσω, μόνος μου στη Ζάκυνθο.
Σταμάτησα για λίγο αλλά ο ήχος δεν φάνηκε να συμμετέχει στις ανησυχίες μου. Έγινε για ακόμα μια φορά οξύς και με υποχρέωσε να συνεχίσω την πορεία. Χαμογέλασα στην σκέψη ότι εδώ και μερικές ώρες η ζωή μου είχε μετατραπεί σε ιστορία του Τομ Ρόμπινς.
“Μάρς”;
Η σύντμηση του ονόματός του σήμαινε πάντα την επιτακτική ανάγκη να επιστρέψει κοντά μου. Ήταν η πρώτη φορά που με αγνοούσε. Ξαναφώναξα μαλακώνοντας την φωνή μου, μήπως και με λυπηθεί και ελαττώσει τουλάχιστον ταχύτητα, αλλά και πάλι δεν βοήθησε.
Είχαμε διανύσει τα 20 στρέμματα που περιέβαλαν το σπίτι όταν τον είδα να “δείχνει” με ένα τρόπο που μόνο από ένα κυνηγόσκυλο θα περίμενες. Έδειχνε μπροστά από τα καλάμια Περπάτησα αργά και είδα κάτι στα χόρτα να κινείται. Ο Μάρσιους πετάχτηκε απότομα σαν να ήθελε να μου κλείσει τον δρόμο για να μην περπατήσω άλλο.
Αφού με σταμάτησε, εκείνος συνέχισε, μέχρι που το είδα.
Ένιωσα να σχηματίζεται ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
Ο σκύλος μου έμεινε ακίνητος μπροστά του, με ένα τρόπο που θύμιζε σεβασμό. Εκείνο τον κοίταγε καθισμένο, ατάραχο, ήρεμο. Η εικόνα ήταν ασύλληπτη δεν έβρισκα λόγια μέσα μου για να εξηγήσω, ούτε αυτό που έβλεπα, ούτε αυτό που αισθανόμουν.
Ήταν ένα μικρό σκυλάκι… και είχε κάνει έναν 10χρόνο Βελγικό Ποιμενικό να στέκεται μπροστά του, σαν να συνάντησε τον βασιλιά του. Εγώ, από την άλλη, δεν είχα ιδέα πως να αντιδράσω. Χαμήλωσα, μάλλον για να τους παρακολουθήσω χωρίς να ενοχλώ, όταν το είδα να στρέφει το βλέμμα του επάνω μου. Αυτό το μικρό χαριτωμένο πλάσμα είχε μια ματιά γεμάτη από συμπόνια. Αυτό ήταν συμπόνια.
Ο σκύλος μου λειτουργούσε λες και ήταν άλλος. Ένας ξένος σκύλος στον χώρο μας και αυτός απλά στεκόταν να το κοιτάζει. Ο Μάρσιους ήρθε και στάθηκε δίπλα μου και εκείνο πλησίασε. Έκανα να το αγγίξω όταν ο ήχος…μου θύμισε την ύπαρξή του. Απαγορευόταν…
Συνεχίζεται…εδώ
Δείτε πως ξεκίνησε…εδώ