Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει! Το συναίσθημα ήταν τόσο έντονο που σχεδόν δεν μπορούσα να το αντέξω, κάπως έτσι πρέπει να είναι η αληθινή αγάπη! Μια αγάπη που δεν είχε κατεύθυνση, δεν απευθυνόταν κάπου άπλα υπήρχε μέσα μου…δεν υπήρχε χώρος για τίποτα άλλο μέσα στο σώμα μου!
Δεν υπήρχε κανένα ερωτηματικό κανένας φόβος καμία σκέψη, ήταν απλά τα πάντα άχρονα, παγιδευμένα στην εικόνα της ανατολής που ξεπρόβαλε μπροστά μου. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου με άγγιξαν και το συναίσθημα μεταμορφώθηκε σε κάτι απίστευτα ζεστό, κάτι σαν την αγκαλιά της μάνας μας όταν είμαστε παιδιά.
Τόση δύναμη μέσα μου, λες και με μια φωνή θα μπορούσα να εξαφανίσω οποιοδήποτε κακό από αυτό τον κόσμο…και ένας ήχος…ένας ήχος που έκανε τον χρόνο πάλι να αρχίσει να κυλά…ένα αλύχτισμα.
Γύρισα το κεφάλι μου! Ο μικρός σκύλος αλυχτούσε σαν λύκος και ο Μάρσιους με κοίταζε ακίνητος. Τα μάτια του…τα μάτια του ήταν βουρκωμένα! Κινήθηκα προς το μέρος του ενώ το μικρό σκυλί συνέχιζε να απευθύνει αυτό το απόκοσμο κάλεσμα. Με σταμάτησε η πρώτη κίνηση που είδα στον ορίζοντα.
Σκυλιά! Πριν προλάβω να ορίσω τον αριθμό τους ξεπρόβαλαν από κάθε πλευρά σαν ένας αργός ζωντανός χείμαρρος. Το τελευταίο πράγμα που είδα πριν η κίνησή τους σταματήσει ήταν το δάκρυ του Μάρσιους να φεύγει από το πρόσωπο του και να πέφτει στο χώμα.
Ορκίζομαι ότι άκουσα τον ήχο…άκουσα τον ήχο του χτυπήματος μιας σταγόνας στο έδαφος και τότε κάθε κίνηση σταμάτησε. Εκατοντάδες σκύλοι στέκονταν έξω από την είσοδο του σπιτιού μου χωρίς να μπορώ να δω καν μέχρι που έφταναν. Ο Μάρσιους ήταν πλέον ανέκφραστος μπροστά από όλους τους. Οι σκύλοι ξανακινήθηκαν ανοίγοντας ένα διάδρομο ακριβώς πίσω του … τότε κατάλαβα. “Όχι”…η λέξη ακούστηκε σαν να την είπα πραγματικά, τον κοίταζα όμως και φώναζα χωρίς ήχο με όλη την δύναμη της ψυχής μου … “όχι”!
Η δική του φωνή μέσα μου ήρθε να καλύψει αυτό το “όχι” ενώ συνέχιζε να με κοιτάει ανέκφραστος.
“Είναι το τίμημα” … “σεβάσου την επιλογή μου και μην ξεχάσεις ποτέ όσα συνέβησαν και όσα θα ακολουθήσουν”
Δεν πρόλαβα καν να συλλαβίσω μια λέξη και εκείνος γύρισε κοιτώντας για λίγα δευτερόλεπτα τον διάδρομό πίσω του…κάποια γρυλίσματα ακούγονταν σαν απειλητικές βρισιές δεν έδειχναν όμως να τον ταράζουν, ούτε καν να αξίζουν τη ματιά του.
Ξεκίνησε να περπατάει αργά “ Μαρσιους” το όνομά του ξέφυγε από το στόμα μου, υγρό από τα δάκρυα που έφταναν τα χείλη μου. Έδειξε για μια στιγμή να επιβραδύνει και μετά συνέχισε ενώ μερικοί σκύλοι έμπαιναν μπροστά μου κλείνοντας την είσοδο του διαδρόμου.
Όταν είσαι έτοιμος να τελειώσεις με αυτή τη ζωή κάθε κύτταρο σου το γνωρίζει, δεν υπάρχει ίχνος φόβου μέσα σου, κανένα συναίσθημα που σε κρατάει πια εδώ. Ρίχτηκα πάνω στους σκύλους που έκλειναν το δρόμο μου όχι για να παλέψω αλλά για να τελειώνω.
“Ο σκύλος μου”…το πρώτο “κάψιμο” το ένιωσα στον αυχένα μου “ο σκύλος μου”. Εικόνες του κουτάβι στην αγκαλιά μου, στιγμές… χιλιάδες στιγμές μιας ολόκληρης ζωής με βύθιζαν σε έναν άλλο κόσμο…δεν έβλεπα καν τους σκύλους, μόνο την ιστορία μου μαζί του, το μόνο που με συνέδεε με την πραγματικότητα ήταν η αίσθηση των δοντιών τους στο σώμα μου, μα δεν υπήρχε καν πόνος. “Τελειώστε το” φώναξα και τότε βγήκα από τον κόσμο των αναμνήσεων…ήταν εκείνος.
Πεσμένος στο χώμα με τους σκύλους επάνω μου τον είδα σχεδόν να πετάει προς το μέρος μας.
Έπεσε επάνω τους με την μανία λύσσας … αυτό δεν ήταν ένας τσακωμός σκύλων. Ήταν αδύνατον να σταθεί το οτιδήποτε απέναντι σε αυτό το πλάσμα. Δεν κράτησε πολύ. Το ουρλιαχτό του πόνου ενός από τους σκύλους απομάκρυνε κάθε διάθεση κάποιου να τα βάλει μαζί του…θα σκότωνε…το είδα στα μάτια του…και το έβλεπαν και εκείνοι!
“Θα το αποδεχθείς” άκουσα την φωνή του και πάλι μέσα μου “θα το αποδεχθείς όπως το αποδέχτηκα και εγώ, αλλιώς τίποτα από όλα αυτά δεν είχε κάποια αξία. Μόνο εάν φτάσεις στο τέλος θα έχεις δώσει ένα νόημα σε αυτό που έκανα” … “θα το αποδεχθείς λοιπόν”…
Τα μάτια μου έπεσαν στο έδαφός, μπροστά του υπήρχε ένας κυνόδοντας σπασμένος, σηκωσα τα μάτια μου σε εκείνον, είχε ήδη γυρίσει την πλάτη του και διέσχιζε για κόμα μια φόρα τον διάδρομο.
“Κράτα τον για να θυμάσαι”…
Έσκυψα και τον πήρα στο χέρι μου σφίγγοντας με τόση δύναμη ώστε να με τρυπήσει και να αντικαταστήσω έναν πόνο με έναν άλλο που θα μπορούσα να αντέξω. Ο διάδρομος έκλεινε και πάλι… “καλή αντάμωση” ήταν οι τελευταίες του λέξεις που άκουσα μέσα στο μυαλό μου “ καλή αντάμωση” απάντησα και κοίταξα το αίμα που κυλούσε από το χέρι μου. “Καλή αντάμωση Φίλε”
Ο διάδρομος είχε κλείσει και οι σκύλοι άρχισαν να με πιέζουν προς την είσοδο του σπιτιού μου, ακολούθησα όχι από φόβο αλλά για εκείνον. Ανέβηκα μερικά σκαλιά και έριξα μια τελευταία ματιά προς το μέρος που έκανε τα τελευταία του βήματα… “Καλή αντάμωση Φίλε”
Μάρσιους 8/7/2005 – 11/4/2018