Όχι άνθρωπος.
Jack Russell.

Μικρόσωμος θεός με ορμή ανεξήγητη.
Δεν ξέρει τι είναι το «πρέπει».
Δεν νοιάζεται για την εικόνα του.
Δεν του καίγεται καρφί.



Τρέχει λες και υπάρχει βραβείο αλλά βραβείο είναι το ίδιο το τρέξιμο.
Ζεί όχι σαν να είναι η τελευταία του μέρα, αλλά σαν να είναι αθάνατος.
Θέλεις διακοπές;
Άκου:
Γίνε Jack Russell για λίγες μέρες.
Βγες από την πόρτα χωρίς πρόγραμμα.
Χώσου με φόρα στη θάλασσα — και ας πιεις λίγη…βήξε, βήξε δυνατά.
Κάτσε στην άμμο και πιες μπύρα χλευάζοντας τον ήλιο.
Και αν καείς, βάλε γιαούρτι.



Μπες στο νερό μέχρι να ξεχάσεις πού τελειώνει το δέρμα σου.
Μούλιασε μέσα στη θάλασσα,
τόσο που να γεμίσεις ρυτίδες — τόσες πολλές που να μη φαίνονται οι δικές σου.
Να κρυφτεί το πρόσωπο μέσα στο αλάτι και να φανεί ο εαυτός σου.
Αυτός που άφησες πίσω πριν τον βιοπορισμό, πριν τη ΔΕΗ, πριν το “τι δουλειά κάνεις;”
Ζήσε μια στιγμή χωρίς να τη βγάλεις selfie.
Άσε ένα τοπίο να είναι μόνο δικό σου.
Κράτα το χωρίς να το μοιραστείς με κανέναν.
Αυτή τη φορά δεν χρειάζεται αξιολόγηση με like.
Κανένας αλγόριθμος δεν μετράει την ευτυχία σου.

Χόρεψε.
Με το μαγιό, με την μπλούζα, με τίποτα.
Αγκάλιασε αγνώστους.
Μπες σε μια ταβέρνα και φώναξε “ήρθα”.
Πες “ναι” πριν ρωτήσουν.
Κολύμπα όπως ήσουν παιδί: χωρίς ώρα επιστροφής.

Μη ζήσεις σαν να είναι η τελευταία σου μέρα.
Ζήσε σαν να μην υπάρχει τελευταία μέρα.
Σαν να μην σου είπε ποτέ κανείς ότι υπάρχει κάτι που τελειώνει.
Σαν να γεννήθηκες εκτός λογικής και μέσα στη στιγμή.
Πήγαινε στην παραλία και ξέχνα το όνομά σου.
Βάλε το κεφάλι στην άμμο και άκου τι λέει η γη.
Γέλα μέχρι να ξεχάσεις γιατί γελάς.

Ξέχνα πώς σε λένε. Θυμήσου πώς μύριζε η θάλασσα όταν ήσουν παιδί.
Και όταν τελειώσουν οι διακοπές,
να πεις:

ήμουν Jack Russell, έστω για λίγο.
Κι αυτό, κανείς δεν μπορεί να μου το πάρει.