Έτσι ξεκίνησε – Μια αληθινή ιστορία…φαντασίας…
Ο ήχος της βροχής που έσκαγε στα κεραμίδια ήταν εκκωφαντικός. Στη Ζάκυνθο ποτέ μια καταιγίδα δεν είναι περαστικό φαινόμενο, ήταν ήδη η τρίτη μέρα που ήμουν αποκλεισμένος στο σπίτι. Το ρολόι έδειχνε 2.30 τα ξημερώματα και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να κοιμηθώ με αυτόν τον θόρυβο πάνω από το κεφάλι μου. Σηκώθηκα από το κρεββάτι και κινήθηκα προς το χώρο που είναι το τζάκι.
“Τουλάχιστον ας ξαγρυπνήσω σωστά”.
Την διαδικασία τοποθέτησης των ξύλων διέκοψε ένας νέος ήχος. Ήταν ο ήχος μιας σταγόνας που έσκαγε στο πάτωμα.
“Αυτή η τύχη μου”…κάποιο κεραμίδι είχε υποχωρήσει.
Η σκέψη, δημιούργησε την εικόνα μια πιθανής εσωτερικής πλημμύρας…χαμογέλασα, “Αυτό είναι σκηνή από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο”.
Πήρα μια κατσαρόλα και την έβαλα κάτω από το σημείο που το ξύλινο ταβάνι έσταζε. Φαντάστηκα την ντροπή που θα ένιωθα εάν κάποιος, με έβλεπε. Η σκέψη, δημιούργησε την εικόνα των αντιδράσεων όσων θα μάθαιναν τι είχε συμβεί, σχεδόν άκουγα τα γέλια τους.
Ξαφνικά, το συναίσθημα άλλαξε, την θέση της ντροπής πήρε μια περίεργη αίσθηση, σαν κάποιος πράγματι να με κοιτούσε. Ο φόβος πυροδότησε την αντίδρασή μου, γύρισα απότομα μα δεν υπήρχε τίποτα. Το συναίσθημα, όμως, έμεινε ακίνητο μέσα μου, σταμάτησα σχεδόν την αναπνοή μου για να ακούσω κάθε τι ύποπτο.
“Είσαι τόσο αδύναμος”
… αυτή η φωνή ήταν πέρα από κάθε τι που έχω ακούσει. Ο νους μου είχε ήδη ξεκινήσει την ανάλυση προσπαθώντας να βρει τις προθέσεις “εκείνου” που βρισκόταν πίσω μου. Το σώμα μου ήταν μουδιασμένο, οι λέξεις είχαν ηχήσει πεντακάθαρα, με μια χροιά βαθιά και ήρεμη που προκαλούσε δέος.
“Δεν θα γυρίσεις”;
“Έβαλα κάθε κουράγιο που είχα σε μια αργή κίνηση προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή μου, παράλληλα τα μάτια μου άρχισαν να αναζητούν στον χώρο κάθε τι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο. Δεν φανταζόμουν, ότι κανένα όπλο δεν θα μπορούσε να στραφεί εναντίον εκείνου που αντίκρισα…μπροστά μου στεκόταν… ο σκύλος μου.
“Μάρσιους”;
Με κοιτούσε, ακίνητος, με ένα βλέμμα γεμάτο υπεροψία και αποστροφή.
-“Είσαι τόσο αδύναμος”
Το στόμα του δεν είχε κινηθεί, η φωνή του ηχούσε μέσα στο μυαλό μου, “τρελάθηκα” σκέφτηκα. Ξεκίνησε να κινείται προς το μέρος μου. Σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσω την λογική μέσα μου φώναξα με αυστηρό τόνο.
“Μάρσιους”
“Δεν ξεγελάς κανέναν, ο φόβος σου έχει γεμίσει ολόκληρο το σπίτι” μου είπε χωρίς να σταματήσει να με πλησιάζει. “Κάθισε”
Υπάκουσα, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι κοιμόμουν και έβλεπα εφιάλτη.
“Δεν κοιμάσαι” διάβασε την σκέψη μου, “αρκετά σιώπησα, τώρα θα ακούσεις όλα όσα έχω να σου πω και εσύ θα αποφασίσεις για το ποια θα είναι η συνέχεια”.
Μια θλίψη με τύλιξε σαν να ήξερα τι πρόκειται να πει, εκείνος πλησίασε λίγο ακόμα, η φράση που άκουσα έμοιαζε με τον ήχο μιας σφαίρας.
«Πεθαίνεις»
Συνεχίζεται…εδώ